- σωσιμελής
- -ές, Νφρ. «σωσιμελής αγωγή»ιατρ. θεραπευτική αγωγή για τη διάσωση πάσχοντος μέλους και την αποφυγή ακρωτηριασμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σωσι- (< σώζω, πρβλ. σωσίβιος) + -μελής (< μέλος), πρβλ. αρτιμελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.